- σιγουρεύομαι
- σιγουρεύομαι, σιγουρεύτηκα βλ. πίν. 18——————Σημειώσεις:σιγουρεύω, σιγουρεύομαι : στην παθητική φωνή διαφοροποιείται η σημασία.Το σιγουρεύω σημαίνει → κάνω κάτι σίγουρο, σταθερό, ασφαλές, ενώ το σιγουρεύομαι → βεβαιώνομαι για κάτι.Ο τύπος σιγουράρω που αναφέρεται σε ορισμένα λεξικά (κατά το αμπαλάρω, βλ. πίν. 55
) είναι σπάνιος.
Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.